εἰσπράκτορες

εἰσπράκτορες
εἰσπράκτωρ
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • σιρομάστης — και σειρομάοτης, ὁ, Α 1. εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι τελώνες και οι εισπράκτορες φόρων, όταν ερευνούσαν αποθήκες σταριού, ή σε καιρό πολέμου οι στρατιώτες για να διαπιστώσουν μήπως υπάρχουν υπόνομοι 2. λόγχη με ακίδες στραμμένες προς τα πίσω… …   Dictionary of Greek

  • πράκτορες — Στην Αθήνα, στους κλασικούς χρόνους, ονομάζονταν έτσι οι εισπράκτορες των χρημάτων του δημοσίου, που επιβάλονταν με αποφάσεις δικαστηρίων, συνήθως ως αποζημιώσεις. Τα ονόματα των οφειλετών και τα ποσά παραδίδονταν από το δικαστήριο στους 10 π.,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”